- ἐμειδίασα
- ἐμειδίᾱσα , μειδιάωsmileaor ind act 1st sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειδιάζω — (Μ) χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. τού μειδιῶ, ἐμειδίασα + κατάλ. ζω] … Dictionary of Greek